- αχάριστος
- (I)-η, -ο (AM ἀχάριστος, -ον) [χαρίζομαι]αυτός που δεν χρωστάει χάρη για κάποια ευεργεσία, ο αγνώμοναςαρχ.1. αυτός που δεν έχει χάρη, ο άχαρος2. δυσάρεστος3. (για πρόσωπα) δυσμενής4. ο ανανταπόδοτος5. το ουδ. ως ουσ. το αντίδοτο.————————(II)-η, -ο [χαρίζω]1. εκείνος τον οποίο δεν έχουν χαρίσει ή δωρίσει σε κάποιον2. όποιος δεν χαρίζει τίποτε, ο αφιλότιμος.
Dictionary of Greek. 2013.